- σκαίρω
- Α(κυρίως στον ενεστ. και παρατ.)1. πηδώ, αναπηδώ, σκιρτώ («σκαιρούσας ἐλάφους», Καλλ.)2. χορεύω, ορχούμαι («ποσὶ σκαίροντες ἕποντο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκαίρω (< *σκαρ-jω) ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα *skr-jω τής ΙΕ ρίζας *(s)ker- «πηδώ, στριφογυρίζω» (βλ. και λ. κράδη) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. scerōn «είμαι ζωηρός», γερμ. sich scheren «βιάζομαι, τρέχω», αγγλοσαξ. secge-scēre «ακρίδα». Από το ρ. σκαίρω, τέλος, προέρχονται οι τ. ἀσκαρίς*, σκιρτῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.